γύφτος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. γύφτισσα (Μ [[γύφτος]])<br /><b>1.</b> αθίγγανος, τσιγγάνος<br /><b>2.</b> [[σιδεράς]]<br /><b>3.</b> [[γανωτής]], χαλκοματάς<br /><b>4.</b> [[άνθρωπος]] πολύ [[μελαχρινός]]<br /><b>5.</b> [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]], [[βρομιάρης]], [[ατημέλητος]]<br /><b>6.</b> [[άξεστος]]<br /><b>7.</b> [[τσιγγούνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Αιγύπτιος]], με σίγηση του αρκτικού <i>Αι</i>- και [[τροπή]] του -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[πτύω]]: [[φτύνω]])].
|mltxt=ο, θηλ. γύφτισσα (Μ [[γύφτος]])<br /><b>1.</b> αθίγγανος, τσιγγάνος<br /><b>2.</b> [[σιδεράς]]<br /><b>3.</b> [[γανωτής]], χαλκοματάς<br /><b>4.</b> [[άνθρωπος]] πολύ [[μελαχρινός]]<br /><b>5.</b> [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]], [[βρομιάρης]], [[ατημέλητος]]<br /><b>6.</b> [[άξεστος]]<br /><b>7.</b> [[τσιγγούνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Αιγύπτιος]], με σίγηση του αρκτικού <i>Αι</i>- και [[τροπή]] του -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- ([[πρβλ]]. [[πτύω]]: [[φτύνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. γύφτισσα (Μ γύφτος)
1. αθίγγανος, τσιγγάνος
2. σιδεράς
3. γανωτής, χαλκοματάς
4. άνθρωπος πολύ μελαχρινός
5. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρομιάρης, ατημέλητος
6. άξεστος
7. τσιγγούνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος, με σίγηση του αρκτικού Αι- και τροπή του -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].