δαμάτειρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαμάτειρα]], η (Α)<br />η [[δαμάστρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμα</i> του αορ. <i>εδάμασα</i> του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -τειρα].
|mltxt=[[δαμάτειρα]], η (Α)<br />η [[δαμάστρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμα</i> του αορ. <i>εδάμασα</i> του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -τειρα].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δᾰμάτειρα:''' ἡ ([[δαμάζω]]), αυτή που εξημερώνει, [[δαμάστρια]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμάτειρα Medium diacritics: δαμάτειρα Low diacritics: δαμάτειρα Capitals: ΔΑΜΑΤΕΙΡΑ
Transliteration A: damáteira Transliteration B: damateira Transliteration C: damateira Beta Code: dama/teira

English (LSJ)

[μᾰ], ἡ, fem. of δαμαντήρ, AP11.403 (Luc.).

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, Bändigerin, Luc. ep. 27 (XI, 403).

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμάτειρα: ἡ, δαμάστρια, πλούτου δ. Ἀνθ. Π. 11. 403.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la dompteuse.
Étymologie: δαμάω.

Spanish (DGE)

v. δμητήρ.

Greek Monolingual

δαμάτειρα, η (Α)
η δαμάστρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα του αορ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + (επίθημα) -τειρα].

Greek Monotonic

δᾰμάτειρα: ἡ (δαμάζω), αυτή που εξημερώνει, δαμάστρια, σε Ανθ.