δασμόβιος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br />(για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο [[επειδή]] τον προστατεύει το δασμολογικό [[καθεστώς]], οι δασμοί που έχουν επιβληθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βίος]] <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιωνόβιος]], [[μακρόβιος]], [[μηχανόβιος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-α, -ο<br />(για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο [[επειδή]] τον προστατεύει το δασμολογικό [[καθεστώς]], οι δασμοί που έχουν επιβληθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δασμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βίος]] <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] ([[πρβλ]]. [[αιωνόβιος]], [[μακρόβιος]], [[μηχανόβιος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο
(για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο επειδή τον προστατεύει το δασμολογικό καθεστώς, οι δασμοί που έχουν επιβληθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + -βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, μακρόβιος, μηχανόβιος κ.ά.)].