διαγνώμη: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαγνώμη]], η (Α)<br />[[απόφαση]], [[ψήφισμα]].
|mltxt=[[διαγνώμη]], η (Α)<br />[[απόφαση]], [[ψήφισμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαγνώμη:''' ἡ ([[διαγιγνώσκω]]), [[ψήφισμα]], [[απόφαση]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνώμη Medium diacritics: διαγνώμη Low diacritics: διαγνώμη Capitals: ΔΙΑΓΝΩΜΗ
Transliteration A: diagnṓmē Transliteration B: diagnōmē Transliteration C: diagnomi Beta Code: diagnw/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A decree, resolution, Th.1.87; διαγνώμας ποιεῖσθαι Id.3.67; δ. προθεῖναι περί τινος ib.42.

Greek (Liddell-Scott)

διαγνώμη: ἡ, =διάγνωσις, ἀπόφασις, ψήφισμα, Θουκ. 1. 87· δ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 67· περί τινος ὁ αὐτ. 3. 42.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 délibération;
2 décision.
Étymologie: διαγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 deliberación, debate προθέντας τὴν διαγνώμην αὖθις περὶ Μυτιληναίων Th.3.42.
2 decreto, resolución, sentencia, veredicto τῆς ἐκκλησίας Th.1.87, διαγνώμας ποιεῖσθαι emitir sentencias Th.3.67.
3 medic. diagnóstico αἱ δὲ ἄλλαι νοῦσοι οὐκ ἔχουσι διαγνώμην ... ἀποφαίνεσθαι Hp.Carn.19.

Greek Monolingual

διαγνώμη, η (Α)
απόφαση, ψήφισμα.

Greek Monotonic

διαγνώμη: ἡ (διαγιγνώσκω), ψήφισμα, απόφαση, σε Θουκ.