διάδικος: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(9)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dia/dikos
|Beta Code=dia/dikos
|Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), Hsch.
|Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ jur. [[parte contraria]], [[adversario]] en un litigio <i>Cod.Iust</i>.3.10.1.1, Bass.<i>Suppl</i>.p.45.29, Iust.<i>Edict</i>.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ [[δήμιος]] αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.537A, cf. <i>MAMA</i> 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάδῐκος''': ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.
|lstext='''διάδῐκος''': ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ jur. [[parte contraria]], [[adversario]] en un litigio <i>Cod.Iust</i>.3.10.1.1, Bass.<i>Suppl</i>.p.45.29, Iust.<i>Edict</i>.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ [[δήμιος]] αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.537A, cf. <i>MAMA</i> 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διάδικος]])<br />αυτός που δικάζεται [[είτε]] ως [[αντίδικος]] [[είτε]] ως [[ομόδικος]]<br /><b>2.</b> ο [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> ο [[διαιτητής]]<br /><b>4.</b> ο [[τιμωρός]] [[διώκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το έτερο τών δικαζόμενων [[μερών]].
|mltxt=ο (AM [[διάδικος]])<br />αυτός που δικάζεται [[είτε]] ως [[αντίδικος]] [[είτε]] ως [[ομόδικος]]<br /><b>2.</b> ο [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> ο [[διαιτητής]]<br /><b>4.</b> ο [[τιμωρός]] [[διώκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το έτερο τών δικαζόμενων [[μερών]].
}}
}}

Revision as of 10:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδῐκος Medium diacritics: διάδικος Low diacritics: διάδικος Capitals: ΔΙΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: diádikos Transliteration B: diadikos Transliteration C: diadikos Beta Code: dia/dikos

English (LSJ)

τὸ εἰς δίκην καλεῖν (Att.), Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. parte contraria, adversario en un litigio Cod.Iust.3.10.1.1, Bass.Suppl.p.45.29, Iust.Edict.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ δήμιος αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.Ep.M.78.537A, cf. MAMA 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.

Greek (Liddell-Scott)

διάδῐκος: ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.

Greek Monolingual

ο (AM διάδικος)
αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος
2. ο μάρτυρας
3. ο διαιτητής
4. ο τιμωρός διώκτης
αρχ.
το έτερο τών δικαζόμενων μερών.