διαδραματίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διαδραματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετέχω]] σε κάποια [[δράση]] ως [[πρόσωπο]] δράματος<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[δράση]] ή διαδικασίες, [[ασκώ]] [[επιρροή]] σε εξελίξεις<br /><b>3.</b> <i>διαδραματίζομαι</i><br />εξελίσσομαι, [[γίνομαι]], [[συμβαίνω]] ([[κατά]] δραματικό τρόπο)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παριστάνω]] [[δράμα]] [[μέχρι]] τέλους.
|mltxt=(Α [[διαδραματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετέχω]] σε κάποια [[δράση]] ως [[πρόσωπο]] δράματος<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε [[δράση]] ή διαδικασίες, [[ασκώ]] [[επιρροή]] σε εξελίξεις<br /><b>3.</b> <i>διαδραματίζομαι</i><br />εξελίσσομαι, [[γίνομαι]], [[συμβαίνω]] ([[κατά]] δραματικό τρόπο)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παριστάνω]] [[δράμα]] [[μέχρι]] τέλους.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδρᾱμᾰτίζω:''' играть на сцене, представлять (ἐν τῇ τραγῳδίᾳ Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδρᾱμᾰτίζω Medium diacritics: διαδραματίζω Low diacritics: διαδραματίζω Capitals: ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: diadramatízō Transliteration B: diadramatizō Transliteration C: diadramatizo Beta Code: diadramati/zw

English (LSJ)

   A finish acting a play, M.Ant.3.8, D.L.3.56.

German (Pape)

[Seite 577] ein Schauspiel zu Ende spielen, M. Anton. 3, 8; u. allgemein, ἐν τῇ τραγωδίᾳ, D. L. 3, 56.

Greek (Liddell-Scott)

διαδρᾱμᾰτίζω: παριστῶ δρᾶμά τι μέχρι τέλους, Μ. Ἀντων. 3. 8, Διογ. Λ. 3. 56.

Spanish (DGE)

representar en su totalidad una obra dramática τὸν τραγῳδὸν ... πρὸ τοῦ τελέσαι καὶ διαδραματίσαι ἀπαλλάσσεσθαι M.Ant.3.8, μόνος ὁ χωρὸς διεδραμάτιζεν D.L.3.56.

Greek Monolingual

διαδραματίζω)
νεοελλ.
1. μετέχω σε κάποια δράση ως πρόσωπο δράματος
2. μετέχω σε δράση ή διαδικασίες, ασκώ επιρροή σε εξελίξεις
3. διαδραματίζομαι
εξελίσσομαι, γίνομαι, συμβαίνω (κατά δραματικό τρόπο)
αρχ.
παριστάνω δράμα μέχρι τέλους.

Russian (Dvoretsky)

διαδρᾱμᾰτίζω: играть на сцене, представлять (ἐν τῇ τραγῳδίᾳ Diog. L.).