δημοσίᾳ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />ο [[δημόσιος]] [[αυτοκινητόδρομος]] σε αγροτική [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[δημοσία]] <span style="color: red;"><</span> (αρχ. επίθ.) [[δημοσία]] (ενν. [[οδός]])].
|mltxt=η<br />ο [[δημόσιος]] [[αυτοκινητόδρομος]] σε αγροτική [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[δημοσία]] <span style="color: red;"><</span> (αρχ. επίθ.) [[δημοσία]] (ενν. [[οδός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημοσίᾳ:''' επίρρ., βλ. [[δημόσιος]].
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοσίᾳ Medium diacritics: δημοσίᾳ Low diacritics: δημοσία Capitals: ΔΗΜΟΣΙΑ
Transliteration A: dēmosíāi Transliteration B: dēmosia Transliteration C: dimosia Beta Code: dhmosi/a|

English (LSJ)

Adv.,

   A v. δημόσιος.

German (Pape)

[Seite 564] (s. δημόσιος), öffentlich, Ggstz ἰδίᾳ, Thuc. 1. 128; Plat. Prot. 524 c. Apol. 33 a u. öfter; gewöhnlich = nach Beschluß des Staats, auf Kosten des Staats; Her. 1, 20; Thuc. 3, 58. 5, 11; ἀποκτιννύναι τινά Plat. Phaed. 58 b; Hipp. mai. 282 b; ἀποθνήσκειν, d. i. durch Henkershand, Xen. Mem. 4, 8, 2; Dem. 45. 81.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσίᾳ: ἐπίρρ., ἴδε δημόσιος.

French (Bailly abrégé)

v. δημόσιος.

Greek Monolingual

βλ. δημόσιος.

Greek Monolingual

η
ο δημόσιος αυτοκινητόδρομος σε αγροτική περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. δημοσία < (αρχ. επίθ.) δημοσία (ενν. οδός)].

Greek Monotonic

δημοσίᾳ: επίρρ., βλ. δημόσιος.