διασεύομαι: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διασεύομαι]] (Α)<br />[[πηδώ]] με [[ορμή]], [[εφορμώ]]. | |mltxt=[[διασεύομαι]] (Α)<br />[[πηδώ]] με [[ορμή]], [[εφορμώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διασεύομαι:''' γʹ ενικ. Παθ. Επικ. αορ. βʹ <i>διέσσῠτο</i> — Παθ., εκτινάσσομαι δια μέσου, [[εφορμώ]], [[πηδώ]] [[απέναντι]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., <i>δ. λαὸν Ἀχαιῶν</i>, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A dart through, used by Hom. only in 3sg. Ep. aor. Pass. διέσσῠτο, c. gen., τάφροιο δ. Il.10.194; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο δ. 15.542; ἐκ μεγάροιο δ. Od.4.37: less freq. c. acc., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Il. 2.450: abs., αἰχμὴ δὲ δ. [μηροῦ or μηρόν] 5.661: later in part. διεσσύμενος Q.S.3.641: pf. διέσσυται Opp.H.2.259.
Greek (Liddell-Scott)
διασεύομαι: παθ., ὁρμῶ, πηδῶ, τινάσσομαι διὰ μέσου, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. Ἐπ. παθ. ἀορ. διέσσῠτο, μετὰ γεν., τάφροιο δ. Ἰλ. Κ. 194· αἰχμὴ δὲ στέρνοιο δ. Ο. 542· ὡσαύτως, ἐκ μεγάροιο δ. Ὀδ. Δ. 37· σπανιώτερον μετ’ αἰτιατ., δ. λαὸν Ἀχαιῶν Ἰλ. Β. 450· ἀπολ., αἰχμὴ δὲ δ. [μηροῦ ἢ μηρὸν] Ε. 661·― μεταγεν. κατὰ μετοχ., διεσσύμενος Κόϊντ. Σμ. 3. 641.
French (Bailly abrégé)
ao. épq. 3ᵉ sg. διέσσυτο;
1 franchir d’un bond : τάφροιο IL un fossé;
2 s’élancer à travers : στέρνοιο IL s’enfoncer dans la poitrine en parl. d’une lance ; avec l’acc. : δ. λαόν IL s’élancer à travers le peuple.
Étymologie: διά, σεύω.
English (Autenrieth)
only aor. 3 sing. διέσσυτο, rushed through, hastened through; with acc. and w. gen.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo aor. y perf.: aor. ind. διέσσυτο Hom., A.R.3.670 (tm.), part. διεσσύμενος Q.S.3.641; perf. ind. διέσσυται Opp.H.1.455 (tm.)]
1 pasar de un lado al otro, atravesar c. gen. τάφροιο Il.10.194, μεγάροιο Od.4.37, μελάθρου Nonn.D.7.316, αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο Il.15.542, c. el gen. implícito μηρὸν ἀριστερὸν ἔγχεϊ μακρῷ βεβλήκειν, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο apuntó el tiro de su larga lanza al muslo izquierdo y la punta (lo) atravesó de parte a parte, Il.5.661, c. ἐκ y gen. y ac. de dir. διὰ δ' ἔσσυτο ... ἐκ θαλάμου θάλαμον δὲ διαμπερές A.R.l.c.
•sólo c. ἐκ y gen. irrumpir διέσσυται ἀγριόθυμος πάρδαλις ἐκ ξυλόχοιο Gr.Naz.M.37.1507A
•abs. pasar atravesando γαστὴρ δ' ὑδατόεσσα διέσσυτο el contenido del estómago hecho agua fluyó a borbotones (a través de los tejidos y la carne), Nic.Th.300, οἰωνοί τε θοῇσι διεσσύμενοι πτερύγεσσιν y los pájaros que con sus alas ligeras van de un lado al otro Q.S.l.c.
2 tr. recorrer de una parte a otra λαὸν Ἀχαιῶν las filas de los aqueos, Il.2.450, οἴδματα πόντου Opp.H.2.259, ῥίζαν ἁλὸς νεάτην Opp.l.c., διεσσυμένη ... ἔνδιον ὕλης recorriendo su morada del bosque Nonn.D.9.275, ἄγκεα Q.S.5.372.
Greek Monolingual
διασεύομαι (Α)
πηδώ με ορμή, εφορμώ.
Greek Monotonic
διασεύομαι: γʹ ενικ. Παθ. Επικ. αορ. βʹ διέσσῠτο — Παθ., εκτινάσσομαι δια μέσου, εφορμώ, πηδώ απέναντι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., δ. λαὸν Ἀχαιῶν, στο ίδ.