διασφαιρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διασφαιρίζω]] (Α)<br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]] σαν [[σφαίρα]], [[διασκορπίζω]] («πᾱσα δ' ἡματωμένη χεῑρας, διεσφαίριζε [[σάρκα]] Πενθέως»).
|mltxt=[[διασφαιρίζω]] (Α)<br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]] σαν [[σφαίρα]], [[διασκορπίζω]] («πᾱσα δ' ἡματωμένη χεῑρας, διεσφαίριζε [[σάρκα]] Πενθέως»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διασφαιρίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[ρίχνω]] εδώ και [[εκεί]] σαν [[σφαίρα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασφαιρίζω Medium diacritics: διασφαιρίζω Low diacritics: διασφαιρίζω Capitals: ΔΙΑΣΦΑΙΡΙΖΩ
Transliteration A: diasphairízō Transliteration B: diasphairizō Transliteration C: diasfairizo Beta Code: diasfairi/zw

English (LSJ)

   A throw about like a ball, σάρκα E.Ba.1136.

German (Pape)

[Seite 605] wie einen Ball hin- u. herwerfen, zerreißen, σάρκα Πενθέως, Eur. Bacch. 1134.

Greek (Liddell-Scott)

διασφαιρίζω: ῥίπτω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὡς σφαῖραν, Εὐρ. Βάκχ. 1136.

French (Bailly abrégé)

se jeter de l’un à l’autre comme une balle.
Étymologie: διά, σφαιρίζω.

Spanish (DGE)

lanzarse algo algo unos a otros como una pelota, pelotearse σάρκα Πενθέως E.Ba.1136.

Greek Monolingual

διασφαιρίζω (Α)
ρίχνω κάτι εδώ κι εκεί σαν σφαίρα, διασκορπίζω («πᾱσα δ' ἡματωμένη χεῑρας, διεσφαίριζε σάρκα Πενθέως»).

Greek Monotonic

διασφαιρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, ρίχνω εδώ και εκεί σαν σφαίρα, σε Ευρ.