διασφαιρίζω
From LSJ
English (LSJ)
throw about like a ball, σάρκα E.Ba.1136.
Spanish (DGE)
lanzarse algo algo unos a otros como una pelota, pelotearse σάρκα Πενθέως E.Ba.1136.
German (Pape)
[Seite 605] wie einen Ball hin- u. herwerfen, zerreißen, σάρκα Πενθέως, Eur. Bacch. 1134.
French (Bailly abrégé)
se jeter de l'un à l'autre comme une balle.
Étymologie: διά, σφαιρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σφαιρίζω als een bal in het rond werpen.
Russian (Dvoretsky)
διασφαιρίζω: бросать словно мяч, т. е. растерзывать (σάρκα τινός Eur.).
Greek Monolingual
διασφαιρίζω (Α)
ρίχνω κάτι εδώ κι εκεί σαν σφαίρα, διασκορπίζω («πᾶσα δ' ἡματωμένη χεῖρας, διεσφαίριζε σάρκα Πενθέως»).
Greek Monotonic
διασφαιρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, ρίχνω εδώ και εκεί σαν σφαίρα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
διασφαιρίζω: ῥίπτω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὡς σφαῖραν, Εὐρ. Βάκχ. 1136.