Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαψαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαψαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρασύρω]] με την [[πνοή]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά) [[σκαλίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φτερουγίζω]] στον άνεμο<br /><b>4.</b> [[καθαρίζω]] («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[διαψαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρασύρω]] με την [[πνοή]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά) [[σκαλίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φτερουγίζω]] στον άνεμο<br /><b>4.</b> [[καθαρίζω]] («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαψαίρω:''' [[κυρίως]] στον ενεστ., [[εκτρίβω]] ή [[παρασύρω]] [[μακριά]] με [[φύσημα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψαίρω Medium diacritics: διαψαίρω Low diacritics: διαψαίρω Capitals: ΔΙΑΨΑΙΡΩ
Transliteration A: diapsaírō Transliteration B: diapsairō Transliteration C: diapsairo Beta Code: diayai/rw

English (LSJ)

   A brush away, blow away, θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Av.1717; διαψαίρουσα πέπλους (sc. αὔρα) Hermipp.6; cleanse, γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926; scratch through, of birds, Opp.H.2.115.    II intr., flutter in the wind, Nic.Al.127.

German (Pape)

[Seite 614] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.

Greek (Liddell-Scott)

διαψαίρω: ἐκτρίβω, παρασύρω διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. αὔρα) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -σκαλίζω, ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., πτερυγίζω ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 disperser d’un souffle;
2 secouer, agiter en parl. du vent;
3 gratter de ci de là, fouiller en parl. d’oiseaux;
II. intr. se disperser.
Étymologie: διά, ψαίρω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 dispersar θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Au.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos Hermipp.5.
2 escarbar, limpiar γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.H.2.115.
II intr. dispersarse γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.Al.127.

Greek Monolingual

διαψαίρω (Α)
1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω
2. (για πουλιά) σκαλίζω
3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο
4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.).

Greek Monotonic

διαψαίρω: κυρίως στον ενεστ., εκτρίβω ή παρασύρω μακριά με φύσημα, σε Αριστοφ.