διομαλισμός: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(9) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διομαλισμός]], ο (Α) [[διομαλίζω]]<br />η [[σταθερότητα]]. | |mltxt=[[διομαλισμός]], ο (Α) [[διομαλίζω]]<br />η [[σταθερότητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διομᾰλισμός:''' ὁ неизменность, постоянство Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A consistency, steadiness, τῶν πράξεων S.E.P.3.244, cf. M.11.206: pl., uniform periods, in illness, Herod.Med. ap. Orib. 7.8.5.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 uniformidad τῷ διομαλισμῷ καὶ τάξει ταῦτα διορίζεσθαι S.E.M.11.206, cf. P.3.244.
2 persistencia en la regularidad κατὰ τοὺς διομαλισμούς Herod.Med. en Orib.7.8.5.
Greek Monolingual
διομαλισμός, ο (Α) διομαλίζω
η σταθερότητα.
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλισμός: ὁ неизменность, постоянство Sext.