διομαλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(9)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διομαλισμός]], ο (Α) [[διομαλίζω]]<br />η [[σταθερότητα]].
|mltxt=[[διομαλισμός]], ο (Α) [[διομαλίζω]]<br />η [[σταθερότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''διομᾰλισμός:''' ὁ неизменность, постоянство Sext.
}}
}}

Revision as of 12:57, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομᾰλισμός Medium diacritics: διομαλισμός Low diacritics: διομαλισμός Capitals: ΔΙΟΜΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diomalismós Transliteration B: diomalismos Transliteration C: diomalismos Beta Code: diomalismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A consistency, steadiness, τῶν πράξεων S.E.P.3.244, cf. M.11.206: pl., uniform periods, in illness, Herod.Med. ap. Orib. 7.8.5.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 uniformidad τῷ διομαλισμῷ καὶ τάξει ταῦτα διορίζεσθαι S.E.M.11.206, cf. P.3.244.
2 persistencia en la regularidad κατὰ τοὺς διομαλισμούς Herod.Med. en Orib.7.8.5.

Greek Monolingual

διομαλισμός, ο (Α) διομαλίζω
η σταθερότητα.

Russian (Dvoretsky)

διομᾰλισμός: ὁ неизменность, постоянство Sext.