δίστοιχος: Difference between revisions
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[δίστοιχος]]) [[στοίχος]]<br />αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές. | |mltxt=-ο (AM [[δίστοιχος]]) [[στοίχος]]<br />αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίστοιχος:''' расположенный в два ряда (ὀδόντες Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A in two rows, ὀδόντες Arist.HA501a24; [βράγχια] ib.505a16; κριθὴ δ. two-rowed barley, Thphr.HP8.4.2; in two courses, ὑπερτόναια SIG 969.32.
German (Pape)
[Seite 643] zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; κριθή Theophr.; s. δίστιχος.
Greek (Liddell-Scott)
δίστοιχος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειράς, εἰς δύο σειρὰς διατεταγμένος, ὀδόντες Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 52· βράγχια ὁ αὐτ. 2. 13, 8· κριθὴ δ. Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 4, 2.
Spanish (DGE)
-ον
dispuesto en dos filas ἄπεστι τῶνδε διστοίχων prob. de coros, A.Fr.78c.38, ὀδόντες Arist.HA 501a24, cf. AP 16.265, (βράγχια) Arist.HA 505a16, τῶν μὲν κριθῶν αἱ μὲν δίστοιχοι Thphr.HP 8.4.2, ὑπερτόναια ... δίστοιχα dinteles de dos hiladas, IG 22.1668.32 (IV a.C.).
Greek Monolingual
-ο (AM δίστοιχος) στοίχος
αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές.
Russian (Dvoretsky)
δίστοιχος: расположенный в два ряда (ὀδόντες Arst.).