διασχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διασχηματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> [[απεικονίζω]], αναπαριστώ, [[περιγράφω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για τον θεό) [[σχηματίζω]] ως [[δημιουργός]] («οὕτω δὴ [[τότε]] πεφυκότα ταῡτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ετοιμάζομαι για [[κάτι]] («ἐκεῑνος ἐπἰ τὸ πρᾱγμα διεσχηματισμένος»).
|mltxt=[[διασχηματίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[σχήμα]] σε [[κάτι]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> [[απεικονίζω]], αναπαριστώ, [[περιγράφω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για τον θεό) [[σχηματίζω]] ως [[δημιουργός]] («οὕτω δὴ [[τότε]] πεφυκότα ταῡτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> ετοιμάζομαι για [[κάτι]] («ἐκεῑνος ἐπἰ τὸ πρᾱγμα διεσχηματισμένος»).
}}
{{elru
|elrutext='''διασχημᾰτίζω:''' придавать окончательный вид, формировать, pass. приобретать форму, оформляться (εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Plat.; τοῦτον διεσχηματίσθαι - v. l. ἐσχηματίσθαι - τὸν τρόπον Luc.).
}}
}}

Revision as of 18:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασχημᾰτίζω Medium diacritics: διασχηματίζω Low diacritics: διασχηματίζω Capitals: ΔΙΑΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: diaschēmatízō Transliteration B: diaschēmatizō Transliteration C: diaschimatizo Beta Code: diasxhmati/zw

English (LSJ)

   A shape, form variously, Str.17.1.4, Plu.2.4993:— Med., of God, mould as Creator, Pl.Ti.53b:—Pass., ib.50c.    2 simply, shape, model, Luc.Icar.6, v.l. in Prom.11 (Pass.).    3 shape oneself, prepare, ἐπὶ πρᾶγμα Eun.Hist.p.269D.

German (Pape)

[Seite 605] durchbilden, gestalten, Plat. Tim. 50 c u. Sp. – Med., schmücken, Plat. Tim. 53 c.

Greek (Liddell-Scott)

διασχημᾰτίζω: δίδω σχῆμα, διαπλάττω· παθ., λαμβάνω σχῆμα, μορφοῦμαι, Πλάτ. Τιμ. 50Β, Λουκ. Προμ. 11. ΙΙ. Μέσ., κοσμῶ, Πλάτ. Τιμ. 53Β.

French (Bailly abrégé)

donner une forme achevée ; Pass. avoir une forme achevée.
Étymologie: διά, σχηματίζω.

Spanish (DGE)

1 formar, configurar διασχηματίζει τὴν χώραν διαφόρως el rio Nilo, Str.17.1.4, τρίγωνα ἐπὶ τετραγώνοις διασχηματίζοντες inscribiendo triángulos en cuadrados Luc.Icar.6, cf. Plu.2.499e, AB 36.9, en v. pas. ἐκμαγεῖον ... κινούμενον ... καὶ διασχηματιζόμενον ὑπὸ τῶν εἰσιόντων la materia del demiurgo, Pl.Ti.50c, Ζεὺς ... διεσχημάτισται, πᾶν χρῶμα γεγονώς Plu.2.926d, cf. Luc.Prom.11
tb. en v. med. moldear, dar forma οὕτω ... πεφυκότα ταῦτα πρῶτον διεσχηματίσατο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Pl.Ti.53b.
2 hacer muecas τῷ στόματι para hacer reír AB 36.9
tb. en v. med. τοῖς κωφοῖς διασχηματιζόμενοι καὶ χειρονομοῦντες τὸ πρακτέον ὑποσημαίνομεν haciendo muecas y gesticulando indicamos a los sordos lo que deben hacer Gr.Nyss.Eun.2.242.
3 perf. med.-pas. estar preparado ἐπὶ τὸ πρᾶγμα διεσχηματισμένος Eun.Hist.72.1, εἰς ἑτέρας χρείας διεσχημάτιστο de una fortificación, Synes.Ep.66.

Greek Monolingual

διασχηματίζω (Α)
1. δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω
2. απεικονίζω, αναπαριστώ, περιγράφω
3. μέσ. (για τον θεό) σχηματίζω ως δημιουργός («οὕτω δὴ τότε πεφυκότα ταῡτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῑς», Πλούτ.)
4. ετοιμάζομαι για κάτι («ἐκεῑνος ἐπἰ τὸ πρᾱγμα διεσχηματισμένος»).

Russian (Dvoretsky)

διασχημᾰτίζω: придавать окончательный вид, формировать, pass. приобретать форму, оформляться (εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῖς Plat.; τοῦτον διεσχηματίσθαι - v. l. ἐσχηματίσθαι - τὸν τρόπον Luc.).