διώκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διώκτης]], ο<br />θηλ. διῶκτις και [[διώκτρια]], η) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον<br /><b>2.</b> κυνηγετικό [[σκυλί]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που απομακρύνει.
|mltxt=ο (AM [[διώκτης]], ο<br />θηλ. διῶκτις και [[διώκτρια]], η) [[διώκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον<br /><b>2.</b> κυνηγετικό [[σκυλί]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που απομακρύνει.
}}
{{elru
|elrutext='''διώκτης:''' ου ὁ гонитель NT.
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διώκτης Medium diacritics: διώκτης Low diacritics: διώκτης Capitals: ΔΙΩΚΤΗΣ
Transliteration A: diṓktēs Transliteration B: diōktēs Transliteration C: dioktis Beta Code: diw/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg., 1 Ep.Ti.1.13.

German (Pape)

[Seite 649] ὁ, dasselbe, LXX., K. S.

Spanish (DGE)

-ου

• Alolema(s): διωττ- Hsch.
I 1perseguidor, crist. perseguidor de los cristianosde San Pablo, 1Ep.Ti.1.13, Acta Phil.4.6, Cyr.Al.Luc.1.103, de Constancio ὠμότερος τῶν πρὸ αὐτοῦ τυράννων καὶ διωκτῶν Ath.Al.H.Ar.40.1, de Herodes, Gr.Naz.M.35.589B, del emperador Juliano, Gr.Naz.M.35.1121A, de un hereje δ. ἐστὶ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως Gr.Nyss.Ref.Eun.333.28
subst. ὁ δ. el perseguidor, el que persigue ὁ δ. τοῦ λόγου Clem.Al.Strom.5.5.27, cf. Cyr.Al.M.69.824D.
2 que ahuyenta, que pone en fuga c. gen. obj. δ. τοῦ σκότους dicho de Cristo A.Thom.A 80.
3 διώττας· ἐργοδιώκτας e.d. capataces prob. cret., Hsch.
II de abstr. propio de la persecución, de la persecución καιρός Gr.Naz.M.37.619A, 961A.

English (Strong)

from διώκω; a persecutor: persecutor.

English (Thayer)

διωκτου, ὁ (διώκω), a persecutor: 1 Timothy 1:13. Not found in secular writings.

Greek Monolingual

ο (AM διώκτης, ο
θηλ. διῶκτις και διώκτρια, η) διώκω
1. αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον
2. κυνηγετικό σκυλί
μσν.
αυτός που απομακρύνει.

Russian (Dvoretsky)

διώκτης: ου ὁ гонитель NT.