δμώϊος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(9) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δμώιος]], -ον (Α)<br />[[δουλικός]] («δμώιον [[βρέφος]]» — δουλάκι, [[βρέφος]] δούλων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιο και μτγν. επίθ. του [[δμως]]]. | |mltxt=[[δμώιος]], -ον (Α)<br />[[δουλικός]] («δμώιον [[βρέφος]]» — δουλάκι, [[βρέφος]] δούλων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιο και μτγν. επίθ. του [[δμως]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δμώϊος:''' рабский, рабского происхождения ([[βρέφος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 650] ον, knechtisch; βρέφος, des Sclaven, Antp. Sid. 103 (IX, 407).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’esclave, servile.
Étymologie: δμώς.
Greek Monolingual
δμώιος, -ον (Α)
δουλικός («δμώιον βρέφος» — δουλάκι, βρέφος δούλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο και μτγν. επίθ. του δμως].
Russian (Dvoretsky)
δμώϊος: рабский, рабского происхождения (βρέφος Anth.).