δουλοπρέπεια: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δουλοπρέπεια]])<br />[[συμπεριφορά]] που ταιριάζει σε δούλο, [[ευτέλεια]] χαρακτήρα, [[αναξιοπρέπεια]]. | |mltxt=η (AM [[δουλοπρέπεια]])<br />[[συμπεριφορά]] που ταιριάζει σε δούλο, [[ευτέλεια]] χαρακτήρα, [[αναξιοπρέπεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δουλοπρέπεια:''' ἡ, δουλικό [[ήθος]], [[φρόνημα]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A slavish spirit, Pl.Alc.1.135c, Theopomp.Com.87.
German (Pape)
[Seite 661] ἡ, Knechtssinn, niedrige Denkungsart; Plat. Alc. I, 135 c; Theopomp. com. bei Poll. 3, 75 u. Sp.; Ggstz μεγαλοψυχία, D. Cass. 51, 15.
Greek (Liddell-Scott)
δουλοπρέπεια: ἡ, δουλικὸν ἦθος ἢ φρόνημα· ἀντίθ. μεγαλοψυχία, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
servilité.
Étymologie: δουλοπρεπής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
servilismo, espíritu servil φεύγειν χρὴ ... τὴν δουλοπρέπειαν Pl.Alc.1.135c, cf. Theopomp.Com.91, ἡ πρὸς τὸ κέρδος δ. Luc.Merc.Cond.40, cf. D.C.51.15.2, Clem.Al.Paed.2.1.13.
Greek Monolingual
η (AM δουλοπρέπεια)
συμπεριφορά που ταιριάζει σε δούλο, ευτέλεια χαρακτήρα, αναξιοπρέπεια.