δοξόσοφος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δοξόσοφος]], -ον)<br />[[δοκησίσοφος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δοξόσοφος]], -ον)<br />[[δοκησίσοφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοξόσοφος:''' -ον, αυτός που στην αντίληψή του είναι [[σοφός]], [[μωρόσοφος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξόσοφος Medium diacritics: δοξόσοφος Low diacritics: δοξόσοφος Capitals: ΔΟΞΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: doxósophos Transliteration B: doxosophos Transliteration C: doksosofos Beta Code: doco/sofos

English (LSJ)

ον,

   A wise in one's own conceit, Pl.Phdr.275b; pretending to wisdom, Arist.Rh.1387b32.

German (Pape)

[Seite 658] sich weise dünkend; Plat. Phaedr. 275 b; Arist. rhet. 2, 10 u. Sp. Vgl. δοκησίσοφος.

Greek (Liddell-Scott)

δοξόσοφος: -ον, ὁ οἰόμενος ἑαυτὸν σοφὸν εἶναι, Πλάτ. Φαίδρ. 275Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· πρβλ. δοκησίσοφος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se croit sage.
Étymologie: δόξα, σοφός.

Spanish (DGE)

-ον
creído de su propio saber, fatuamente sabio δοξόσοφοι γεγονότες ἀντὶ σοφῶν Pl.Phdr.275b, cf. Arist.Rh.1387b32, Gal.5.100, Clem.Al.Strom.7.15.92.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δοξόσοφος, -ον)
δοκησίσοφος.

Greek Monotonic

δοξόσοφος: -ον, αυτός που στην αντίληψή του είναι σοφός, μωρόσοφος, σε Πλάτ.