δυσκράτητος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκράτητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> δυσκολονίκητος<br /><b>2.</b> δυσκολοκυβέρνητος<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα υπομένει την [[εξουσία]] κάποιου. | |mltxt=[[δυσκράτητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> δυσκολονίκητος<br /><b>2.</b> δυσκολοκυβέρνητος<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα υπομένει την [[εξουσία]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκράτητος:''' с трудом управляемый, которым трудно овладеть: τὸ δυσκράτητον τῆς ἐπιβολῆς Diod. неосуществимость замысла. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A hard to control, τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3; ungovernable, ill-disciplined, J.AJ19.4.1; γηρῶντι ἤδη δ. εἶναι (sc. τὴν ἀρχήν) App.Syr. 61.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu besiegen, D. Sic. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκράτητος: [ᾰ], -ον, δυσκατανίκητος, δυσκατάβλητος, Διόδ. 3. 3.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 difícil de gobernar (τὴν ἀρχήν) γηρῶντι ἤδη δυσκράτητον εἶναι App.Syr.61
•incontrolable, indisciplinado ἀνθρώπων πλῆθος I.AI 19.243
•difícil de tratar de la enfermedad, Archig. en Orib.44.23.4
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de contrarrestar μὴ καταπολεμῆσαι διὰ ... τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3.
2 inabarcable τῶν ἐγκωμίων ... ὁ λόγος Hymn.Is.21 (Maronea).
Greek Monolingual
δυσκράτητος, -ον (Α)
1. δυσκολονίκητος
2. δυσκολοκυβέρνητος
3. αυτός που δύσκολα υπομένει την εξουσία κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
δυσκράτητος: с трудом управляемый, которым трудно овладеть: τὸ δυσκράτητον τῆς ἐπιβολῆς Diod. неосуществимость замысла.