δυστλήμων: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυστλήμων]], -ον (Α)<br />[[πολύπαθος]], πολύ βασανισμένος.
|mltxt=[[δυστλήμων]], -ον (Α)<br />[[πολύπαθος]], πολύ βασανισμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυστλήμων:''' -ον, αυτός που υποφέρει [[πολλά]] [[δεινά]], μεγάλες συμφορές, δηλ. [[πολύπαθος]], [[ταλαίπωρος]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστλήμων Medium diacritics: δυστλήμων Low diacritics: δυστλήμων Capitals: ΔΥΣΤΛΗΜΩΝ
Transliteration A: dystlḗmōn Transliteration B: dystlēmōn Transliteration C: dystlimon Beta Code: dustlh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A suffering hard things, h. Ap. 532, Orph.Fr.49vi95.

German (Pape)

[Seite 689] ονος, schwer duldend, H. h. Ap. 532 u. op. D., wie Man. 1, 110.

Greek (Liddell-Scott)

δυστλήμων: -ον, ὑποφέρων ἐκ πολλῶν δυσκολιῶν, πολυπαθής, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 532.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
très malheureux.
Étymologie: δυσ-, τλήμων.

Spanish (DGE)

-ον
mísero, desgraciado ἄνθρωποι h.Ap.532, Orph.Fr.49.95, cf. Man.1.110, χειρὶ τῇ δυστλήμονι prob. en sinécdoque, S.Fr.555.8.

Greek Monolingual

δυστλήμων, -ον (Α)
πολύπαθος, πολύ βασανισμένος.

Greek Monotonic

δυστλήμων: -ον, αυτός που υποφέρει πολλά δεινά, μεγάλες συμφορές, δηλ. πολύπαθος, ταλαίπωρος, σε Ομηρ. Ύμν.