δυστλήμων
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
δυστλήμον, gen. ονος, suffering hard things, h. Ap. 532, Orph.Fr.49vi95.
Spanish (DGE)
-ον
mísero, desgraciado ἄνθρωποι h.Ap.532, Orph.Fr.49.95, cf. Man.1.110, χειρὶ τῇ δυστλήμονι prob. en sinécdoque, S.Fr.555.8.
German (Pape)
[Seite 689] ονος, schwer duldend, H. h. Ap. 532 u. op. D., wie Man. 1, 110.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
très malheureux.
Étymologie: δυσ-, τλήμων.
Russian (Dvoretsky)
δυστλήμων: 2, gen. ονος тяжело страдающий, глубоко несчастный (ἄνθρωποι HH).
Greek (Liddell-Scott)
δυστλήμων: -ον, ὑποφέρων ἐκ πολλῶν δυσκολιῶν, πολυπαθής, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 532.
Greek Monolingual
δυστλήμων, -ον (Α)
πολύπαθος, πολύ βασανισμένος.
Greek Monotonic
δυστλήμων: -ον, αυτός που υποφέρει πολλά δεινά, μεγάλες συμφορές, δηλ. πολύπαθος, ταλαίπωρος, σε Ομηρ. Ύμν.