δυσπραξία: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπραξία]], η (Α)<br />[[δυσπραγία]].
|mltxt=[[δυσπραξία]], η (Α)<br />[[δυσπραγία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπραξία:''' ἡ ([[πράσσω]]), [[αποτυχία]], [[ατυχία]], [[δυσπραγία]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπραξία Medium diacritics: δυσπραξία Low diacritics: δυσπραξία Capitals: ΔΥΣΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: dyspraxía Transliteration B: dyspraxia Transliteration C: dyspraksia Beta Code: duspraci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill success, ill luck, A.Pr.966, S.OC1399, And.2.5, Men.707: pl., A.Eu.769, S. Aj.759, Isoc.6.102.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ, = δυσπραγία; Aesch. Prom. 968 Eum. 739; Soph. O. C. 1401; Eur. I. T. 514; in Prosa, Andoc. 2, 5; Arist. Eth. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπραξία: ἡ, δυσπραγία, ἀτυχία, ἀποτυχία, Αἰσχύλ. Πρ. 966, Σοφ. Ο. Κ. 1399· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 769, Σοφ. Αἴ. 759· ― ὁ τύπος οὗτος ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀνδοκ. 20. 22, Ἰσοκρ. 137Α, ἀλλὰ δυσπραγία ἐν Ἀντιφῶντι 120. 12, Πολύβ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
revers, malheur.
Étymologie: δυσ-, πράσσω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
desgracia, mala suerte, infortunio τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν ... οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ' ἐγώ A.Pr.966, οἴμοι ... τῆς ... ἐμῆς δυσπραξίας S.OC 1399, ἡ λίαν δ. λίαν διδοῦσα μεταβολάς un infortunio excesivo produce grandes cambios E.IT 721, cf. IA 903, Trag.Adesp.625.10, And.2.5, πράσσων καλῶς μεμνήσω τῆς δυσπραξίας Men.Comp.1.147, ἀνὴρ ... δυσπραξίᾳ ληφθεὶς un hombre caído en desgracia, Com.Adesp.710.3, δ. τῶν κατὰ τὴν οἰκίαν Hld.2.29.1, ἐχθροὶ δὲ πάντες δυσπραξίᾳ ἀμείλικτοι Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.25
en plu. ἀμήχανοι δυσπραξίαι infortunios irremediables A.Eu.769, de desgracias enviadas por los dioses, S.Ai.759, op. εὐτυχίαι Isoc.6.102, Aristid.Or.23.38, op. εὐπραξίαι Arist.EN 1101b7, αἱ ἐν ἔρωτι δυσπραξίαι Phld.Mus.4.15.3, de desgracias provocadas por los astros, Vett.Val.430.10
en cont. milit., equiv. derrota διὰ τὰς δυσπραξίας οἱ στρατιῶται περιδεεῖς γεγονότες App.Hisp.85, cf. Pun.108.

Greek Monolingual

δυσπραξία, η (Α)
δυσπραγία.

Greek Monotonic

δυσπραξία: ἡ (πράσσω), αποτυχία, ατυχία, δυσπραγία, σε Αισχύλ., Σοφ.