ἐγκαταγηράσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκαταγηράσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γερνώ]] [[μέσα]] στη [[φτώχεια]] ή τη [[δυστυχία]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[παλιώνω]].
|mltxt=[[ἐγκαταγηράσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γερνώ]] [[μέσα]] στη [[φτώχεια]] ή τη [[δυστυχία]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[παλιώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαταγηράσκω:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, γερνώ σε, <i>ἐν πενίᾳ</i>, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταγηράσκω Medium diacritics: ἐγκαταγηράσκω Low diacritics: εγκαταγηράσκω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΓΗΡΑΣΚΩ
Transliteration A: enkatagēráskō Transliteration B: enkatagēraskō Transliteration C: egkatagirasko Beta Code: e)gkataghra/skw

English (LSJ)

   A = ἐγγηράσκω, grow old in, τῇ ἀρχῇ Arist.Ath.17.1; ἐν πενίᾳ Plu.Phoc. 30; become inveterate in, Din.2.3:—also ἐγκατα-γηράω, ταῖς μοναρχίαις Them. Or.19.232c.

German (Pape)

[Seite 705] (s. γηράσκω), sein Alter bei Etwas zubringen, τινί, Plut. Phoc. 30; übh. = alt werden, πονηρία ἐγκαταγεγηρακυῖα Din. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταγηράσκω: μέλλ. -άσομαι, ἐγγηράσκω, γηράσκω ἔν τινι, ἐν πενίᾳ Πλουτ. Φωκ. 30· παλαιοῦμαι, Δείναρχ. 105. 20.

French (Bailly abrégé)

vieillir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, καταγηράσκω.

Spanish (DGE)

hacerse viejo, envejecer en τῇ ἀρχῇ Arist.Ath.17.1, ἐν πενίᾳ Plu.Phoc.30, (πονηρίαν) ἐγκαταγεγηρακυῖαν (un vicio) que se ha hecho inveterado Din.2.3.

Greek Monolingual

ἐγκαταγηράσκω (Α)
1. γερνώ μέσα στη φτώχεια ή τη δυστυχία κ.λπ.
2. παλιώνω.

Greek Monotonic

ἐγκαταγηράσκω: μέλ. -άσομαι, γερνώ σε, ἐν πενίᾳ, σε Πλούτ.