εἰσέλασις: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσέλασις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[εισβολή]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]] στην [[πόλη]] με θριαμβευτική [[πομπή]].
|mltxt=[[εἰσέλασις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[εισβολή]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]] στην [[πόλη]] με θριαμβευτική [[πομπή]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσέλᾰσις:''' εως ἡ стремительная атака, (тактический) удар (διακόψαι τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:06, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσέλᾰσις Medium diacritics: εἰσέλασις Low diacritics: εισέλασις Capitals: ΕΙΣΕΛΑΣΙΣ
Transliteration A: eisélasis Transliteration B: eiselasis Transliteration C: eiselasis Beta Code: ei)se/lasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A charge, of scythe-chariots, Plu.Art.7.

German (Pape)

[Seite 742] ἡ, das Eindringen, Plut. Artax. 7.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσελαύνειν, εἰσβολή, Πλουτ. Ἀρτοξ. 7.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
carga, ataquede carros διακόψοντα τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plu.Art.7, τῶν ἵππων Sch.Er.Il.15.258-259.

Greek Monolingual

εἰσέλασις, η (Α)
1. εισβολή
2. είσοδος στην πόλη με θριαμβευτική πομπή.

Russian (Dvoretsky)

εἰσέλᾰσις: εως ἡ стремительная атака, (тактический) удар (διακόψαι τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plut.).