ἐκβόλιμος: Difference between revisions
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκβόλιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποβλήθηκε<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> [[απόβλητος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκβόλιμον</i><br />[[παιδί]] που γεννήθηκε πρόωρα ή [[έμβρυο]] που αποβλήθηκε. | |mltxt=[[ἐκβόλιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποβλήθηκε<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>3.</b> [[απόβλητος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐκβόλιμον</i><br />[[παιδί]] που γεννήθηκε πρόωρα ή [[έμβρυο]] που αποβλήθηκε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκβόλιμος:''' <b class="num">1)</b> недоношенный ([[ἔμβρυον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> негодный, нелепый (ἐ. καὶ διημαρτημένος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thrown out, ejected : ἐκβόλιμον abortion, Arist. HA575a28 ; τὰ ἐ. τῶν ἐμβρύων Id.PA665b1 ; τῶν ᾠῶν Id.GA752b4, cf. POxy.464.21. 2 metaph., abortive, futile, [δόξα] Phld.Po.5.29, cf. Plu.2.44d ; to be rejected, ἄκυρον καὶ ἐ. PGrenf.2.71 ii II (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 755] ausgeworfen, verworfen, Plut. de aud. 8: bes. zu früh geboren, Arist. H. A. 6, 21 Part. anim. 3, 4: ᾠόν Gener. an. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβόλιμος: -ον, ἐκριφθείς, ἐκβληθείς· - ἐκβόλιμον, τό, τὸ προώρως γεννηθέν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 3, π. Ζ., Μορ. 3. 4, 2· ἐν τοῖς ἐκβολίμοις τῶν μικρῶν ᾠῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· πρβλ. ἐκβολὰς 2, ἐμβόλιμος 2) μεταφ. ταπεινός, φαῦλος, πρόστυχος, Πλούτ. 2. 44Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d’être rejeté, abject.
Étymologie: ἐκβολή.
Spanish (DGE)
-ον
1 expulsado, abortado τὰ ἐμβόλιμα τῶν ἐμβρύων Arist.PA 665b1, τὰ ἐκβόλιμα τῶν ᾠῶν Arist.GA 752b4, cf. HA 575a28
•tal vez abandonado, expuesto astrol. en POxy.464.21.
2 despreciable, abyecto de una opinión, Phld.Po.5.32.1, de un orador, Plu.2.44d
•rechazable, inválido τοῦτο ἄκηρον (l. -κυ-) εἶναι καὶ ἐκβόλημον (sic) PGrenf.2.71.2.11 (III d.C.), cf. BGU 1574.21 (II d.C.).
Greek Monolingual
ἐκβόλιμος, -ον (Α)
1. αυτός που αποβλήθηκε
2. μάταιος, επιπόλαιος
3. απόβλητος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκβόλιμον
παιδί που γεννήθηκε πρόωρα ή έμβρυο που αποβλήθηκε.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβόλιμος: 1) недоношенный (ἔμβρυον Arst.);
2) негодный, нелепый (ἐ. καὶ διημαρτημένος Plut.).