έκκλητος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκκλητος]], -ον)<br />ο [[άξιος]] χλευασμού ή διασυρμού<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκκλητος]], -ον)<br />ο [[άξιος]] χλευασμού ή διασυρμού<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[έκκλητος]]<br />η [[έφεση]] κληρικού ή [[μοναχού]] [[εναντίον]] αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το έκκλητον</i><br />το [[δικαίωμα]] αρχιερέως ή ανώτερου εκκλησιαστικού δικαστηρίου να δικάζει τελεσίδικα υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί [[έφεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκλέχθηκε για να δικάσει ως [[διαιτητής]] ένα [[ζήτημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιδέχεται [[έφεση]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἔκκλητοι</i><br />στη [[Σπάρτη]] και [[αλλού]] [[επιτροπεία]] αιρετών πολιτών που αναλάμβαναν ορισμένα θέματα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκκλητος, -ον)
ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού
μσν.- νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος
η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων
2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον
το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου εκκλησιαστικού δικαστηρίου να δικάζει τελεσίδικα υποθέσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί έφεση
αρχ.
1. αυτός που εκλέχθηκε για να δικάσει ως διαιτητής ένα ζήτημα
2. αυτός που επιδέχεται έφεση
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔκκλητοι
στη Σπάρτη και αλλού επιτροπεία αιρετών πολιτών που αναλάμβαναν ορισμένα θέματα.