ἐκπορθήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπορθήτωρ]], ο (Α)<br />[[καταστροφέας]]. | |mltxt=[[ἐκπορθήτωρ]], ο (Α)<br />[[καταστροφέας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπορθήτωρ:''' -ορος, ὁ, [[εξολοθρευτής]], [[καταστροφέας]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A waster, destroyer, E.Supp.1223.
German (Pape)
[Seite 776] ορος, ὁ, Zerstörer, πόλεως Eur. Suppl. 1222.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπορθήτωρ: -ορος, ὁ, καταστροφεύς, Εὐρ. Ἱκ. 1223.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui pille.
Étymologie: ἐκπορθέω.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
saqueador, destructor c. gen. πόλεος ἐκπορθήτορες E.Supp.1223.
Greek Monolingual
ἐκπορθήτωρ, ο (Α)
καταστροφέας.
Greek Monotonic
ἐκπορθήτωρ: -ορος, ὁ, εξολοθρευτής, καταστροφέας, σε Ευρ.