ἑκτέος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑκτέος]], -α, -ον (Α)<br />ρημ. επίθ. του <i>έχω</i><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο [[πρέπει]] να έχει [[κάποιος]] («[[χάριν]] τινί ἑκτέον»), [[πρέπει]] [[κανείς]] να έχει [[χάρη]], να χρωστά [[ευγνωμοσύνη]] <b>Πλάτ.</b><br /><b>2.</b> [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «ἑκτέον<br />ληπτέον». | |mltxt=[[ἑκτέος]], -α, -ον (Α)<br />ρημ. επίθ. του <i>έχω</i><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο [[πρέπει]] να έχει [[κάποιος]] («[[χάριν]] τινί ἑκτέον»), [[πρέπει]] [[κανείς]] να έχει [[χάρη]], να χρωστά [[ευγνωμοσύνη]] <b>Πλάτ.</b><br /><b>2.</b> [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «ἑκτέον<br />ληπτέον». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑκτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[ἔχω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει να έχει [[κάποιος]], σε Αριστοφ. <b>II.ἑκτέον</b>, αυτό που είναι αναγκαίο να έχει [[κάποιος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (ἔχω)
A to be held, Ar.Ach.259. II ἑκτέον, one must have, χάριν τινί X.Mem.3.11.2 ; πρόνοιαν Aen.Tact.Praef.3 ; πλέον ἑ., = πλεονεκτητέον, Pl.Grg.490c. 2 one must behave, comport oneself, πρὸς τοὺς κινδύνους εὐρώστως Iamb.VP30.173.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἔχω, ὃν πρέπει νὰ ἔχῃ τις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 259. ΙΙ. ἑκτέον, δεῖ ἔχειν, χάριν τινὶ Πλάτ. Γοργ. 490C, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 2. Καθ’ Ἡσύχ. «ἑκτέον· ληπτέον».
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἔχω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 que debe ser mantenido c. dat. σφῷν δ' ἐστὶν ὀρθὸς ἑ. ὁ φαλλός vosotros dos debéis mantener enhiesto el falo en una procesión, Ar.Ach.259.
2 que debe ser considerado, tomado en consideración ἀλλ' οὐδ' ἑκτέα τὰ ἐπ' ἀριστερᾷ συμβαίνοντα μᾶλλον ἢ ἐπὶ τῇ δεξιᾷ no debe tomarse en consideración lo que ocurre con la mano izquierda más que lo que ocurre con la mano derecha Steph.in Hp.Fract.35.19.
• Etimología: Cf. ἔχω.
Greek Monolingual
ἑκτέος, -α, -ον (Α)
ρημ. επίθ. του έχω
1. αυτός τον οποίο πρέπει να έχει κάποιος («χάριν τινί ἑκτέον»), πρέπει κανείς να έχει χάρη, να χρωστά ευγνωμοσύνη Πλάτ.
2. κατά τον Ησύχ. «ἑκτέον
ληπτέον».
Greek Monotonic
ἑκτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἔχω·
I. αυτό που πρέπει να έχει κάποιος, σε Αριστοφ. II.ἑκτέον, αυτό που είναι αναγκαίο να έχει κάποιος, σε Ξεν.