ἑλικοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑλικοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.
|mltxt=[[ἑλικοβλέφαρος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑλῐκοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό [[βλέμμα]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 22:42, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκοβλέφᾰρος Medium diacritics: ἑλικοβλέφαρος Low diacritics: ελικοβλέφαρος Capitals: ΕΛΙΚΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: helikoblépharos Transliteration B: helikoblepharos Transliteration C: elikovlefaros Beta Code: e(likoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with ever-moving eyes, quick-glancing, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.19, Hes.Th.16, Pi.Fr.123.5; of Alcmene, Id.P.4.172.

German (Pape)

[Seite 797] mit gewundenen, gebogenen, oder (vgl. ἑλίκωψ) mit leicht beweglichen Wimpern, d. i. mit lebhaften Augen; Aphrodite, H. h. 5, 19; Hes. Th. 16; Pind. frg. 88; Leda, P. 4, 172.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ταχέως κινοῦσα τὰ βλέφαρα, ἡ ῥίπτουσα ταχὺ βλέμμα, χαῖρ’ ἑλικοβλέφαρε, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὕμν. Ὁμ. 6. 19, Ἡσ. Θ. 16, Πινδ. Ἀποσπ. 88· περὶ τῆς Λήδας, Πινδ. Π. 4. 304· πρβλ. ἑλίκωψ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux mobiles ou vifs.
Étymologie: ἑλικός, βλέφαρον.

Spanish (DGE)

(ἑλῐκοβλέφᾰρος) -ον

• Alolema(s): -γλέφᾰρος Pi.P.4.172, Fr.123.8

• Morfología: [gen. -οιο Q.S.13.470]
que gira los ojos, de ojos vivarachos o alegresde Afrodita, Hes.Th.16, h.Hom.6.19, Pi.Fr.123.8, Orph.H.57.4, tal vez de la eólide Eurita, Hes.Fr.11.2, de Leda, Pi.P.4.172, de Maya, Simon.50.2, de Helena, Q.S.l.c.
interpr. como de hermosos ojos Hsch., Sch.Hes.Th.16b
o de negros ojos Eust.57.2.

Greek Monolingual

ἑλικοβλέφαρος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που ρίχνει γρήγορες ματιές.

Greek Monotonic

ἑλῐκοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει γυριστά βλέφαρα, που έχει ζωηρό βλέμμα, σε Ομηρ. Ύμν.