ἔμβαρος: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(11)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔμβαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φρόνιμος]], [[γνωστικός]]<br /><b>2.</b> [[ηλίθιος]], [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει θολωμένο [[μυαλό]] (από θυμό ή [[μέθη]])<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]]) [[έγκυος]].
|mltxt=[[ἔμβαρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φρόνιμος]], [[γνωστικός]]<br /><b>2.</b> [[ηλίθιος]], [[ανόητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει θολωμένο [[μυαλό]] (από θυμό ή [[μέθη]])<br /><b>4.</b> (για [[γυναίκα]]) [[έγκυος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμβᾰρος:''' досл. увесистый, весомый, перен. веский Men.
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβᾰρος Medium diacritics: ἔμβαρος Low diacritics: έμβαρος Capitals: ΕΜΒΑΡΟΣ
Transliteration A: émbaros Transliteration B: embaros Transliteration C: emvaros Beta Code: e)/mbaros

English (LSJ)

ον,

   A of weighty sense, Men.Phasm.Fr.3, Id.11D. (where perh.,= ἔμβαρος 11), cf. Paus.Gr.Fr.163; but also,= ἠλίθιος, μωρός, Hsch.    II pregnant, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβαρος: ὁ, νουνεχής, «ἔμβαρός εἰμι· νουνεχής, φρόνιμος» Σουΐδ., ἀλλὰ καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἔμβαρος· ἠλίθιος, μωρός, ἢ νουνεχής. Μένανδρος φάσματι (Ἀποσπ. ΙΙ. σ. 219)»· ‒ «τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν παραπαιόντων καὶ μεμηνότων» Σουΐδ, ἐν λέξει ἔμβαρος, ἐν τέλει.

Spanish (DGE)

(ἔμβᾰρος) -ον
despierto de mente, rico en recursos, que tiene ingenio s. cont., Paus.ε 35, φρόνησις Hsch.ο 1680
subst. ὁ Ἔ. n. de un personaje οὐκ Ἔ. ἐστιν οὖτος este no es precisamente Embaro, e.d., no es muy despierto Men.Phasm.80, de donde el prov. οὐκ Ἔμβαρος εἶ ref. a personas obtusas o necias, Men.Fr.330, cf. Paus.Gr.ε 35, Apostol.7.10, Sud., Eust.331.30, App.Prou.2.54
interpr. posteriormente en sent. neg. como obtuso, estúpido, necio Hsch. • DMic.: e-qa-ro.

Greek Monolingual

ἔμβαρος, -ον (Α)
1. φρόνιμος, γνωστικός
2. ηλίθιος, ανόητος
3. αυτός που έχει θολωμένο μυαλό (από θυμό ή μέθη)
4. (για γυναίκα) έγκυος.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβᾰρος: досл. увесистый, весомый, перен. веский Men.