εναγής: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(11) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐναγής]], -ές)<br />αυτός που ενέχεται σε [[άγος]], ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή [[ανοσιούργημα]], [[καταραμένος]], αφορισμένος, [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους ή πράγμ.) [[βδελυρός]], [[μυσαρός]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεσμεύεται με [[κατάρα]] [[εναντίον]] του για την [[περίπτωση]] απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῑ λόγῳ σ' ἄτιμον | |mltxt=-ές (AM [[ἐναγής]], -ές)<br />αυτός που ενέχεται σε [[άγος]], ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή [[ανοσιούργημα]], [[καταραμένος]], αφορισμένος, [[αποτρόπαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους ή πράγμ.) [[βδελυρός]], [[μυσαρός]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεσμεύεται με [[κατάρα]] [[εναντίον]] του για την [[περίπτωση]] απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῑ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῖν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐναγῶς</i><br />[[ευσεβώς]], με σεβασμό. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
-ές (AM ἐναγής, -ές)
αυτός που ενέχεται σε άγος, ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή ανοσιούργημα, καταραμένος, αφορισμένος, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για λόγους ή πράγμ.) βδελυρός, μυσαρός, ανόσιος
2. αυτός που δεσμεύεται με κατάρα εναντίον του για την περίπτωση απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῑ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῖν», Σοφ.)
επίρρ...
ἐναγῶς
ευσεβώς, με σεβασμό.