εναρμόζω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
(11) |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐναρμόζω]] και [[ἐναρμόττω]])<br />[[εφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]] («δι' ὀμφαλοῡ καθῆκεν [[ἔγχος]] σφονδύλοις τ' ἐνήρμοσεν», Ευριπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προσαρμόζω]], [[συνδέω]] αρμονικά, [[ταιριάζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτθ.)</b> προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ενάρμοστος]], [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (αμτβ. με δοτ. προσ.) [[γίνομαι]] [[ευχάριστος]], αρέσω ( | |mltxt=(Α [[ἐναρμόζω]] και [[ἐναρμόττω]])<br />[[εφαρμόζω]], [[προσαρμόζω]] («δι' ὀμφαλοῡ καθῆκεν [[ἔγχος]] σφονδύλοις τ' ἐνήρμοσεν», Ευριπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[προσαρμόζω]], [[συνδέω]] αρμονικά, [[ταιριάζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτθ.)</b> προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[ενάρμοστος]], [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (αμτβ. με δοτ. προσ.) [[γίνομαι]] [[ευχάριστος]], αρέσω («τοῖς πολλοῑς ἐνήρμοττε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(μάθημ.)</b> [[εισάγω]] μαθηματικό όρο. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 28 March 2021
Greek Monolingual
(Α ἐναρμόζω και ἐναρμόττω)
εφαρμόζω, προσαρμόζω («δι' ὀμφαλοῡ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ' ἐνήρμοσεν», Ευριπ.)
αρχ.
1. μτφ. προσαρμόζω, συνδέω αρμονικά, ταιριάζω
2. (αμτθ.) προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι
3. γίνομαι ενάρμοστος, αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι
4. (αμτβ. με δοτ. προσ.) γίνομαι ευχάριστος, αρέσω («τοῖς πολλοῑς ἐνήρμοττε», Πλούτ.)
5. (μάθημ.) εισάγω μαθηματικό όρο.