ενδελέχεια: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(11)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐνδελέχεια]])<br />[[διάρκεια]], [[συνεχής]] [[δράση]] ή [[επίδραση]] («πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ», Χοιρίλος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αδιάπτωτη [[επιμέλεια]], [[συνεχής]] [[φροντίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[δόλιχος]]).
|mltxt=η (AM [[ἐνδελέχεια]])<br />[[διάρκεια]], [[συνεχής]] [[δράση]] ή [[επίδραση]] («πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ», Χοιρίλος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αδιάπτωτη [[επιμέλεια]], [[συνεχής]] [[φροντίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[δόλιχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

η (AM ἐνδελέχεια)
διάρκεια, συνεχής δράση ή επίδραση («πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ», Χοιρίλος)
νεοελλ.
αδιάπτωτη επιμέλεια, συνεχής φροντίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δόλιχος].