ἐναποτίνω: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναποτίνω]] (Α)<br />[[καταβάλλω]], [[πληρώνω]] για δαπάνες δίκης. | |mltxt=[[ἐναποτίνω]] (Α)<br />[[καταβάλλω]], [[πληρώνω]] για δαπάνες δίκης. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐναποτίνω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] έξοδα δίκης, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A pay or spend in litigation in a place, πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα Ar.Av.38.
German (Pape)
[Seite 828] (s. τίνω), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποτίνω: δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.
French (Bailly abrégé)
payer en échange.
Étymologie: ἐν, ἀποτίνω.
Spanish (DGE)
pagar ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas Ar.Au.38.
Greek Monolingual
ἐναποτίνω (Α)
καταβάλλω, πληρώνω για δαπάνες δίκης.