ἐξελληνίζω: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξελληνίζω]])<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] κάποιον σε Έλληνα ή [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταφράζω]] στα Ελληνικά. | |mltxt=(AM [[ἐξελληνίζω]])<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] κάποιον σε Έλληνα ή [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταφράζω]] στα Ελληνικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξελληνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω [[κάτι]] ελληνικό, του [[προσδίδω]] ελληνική [[καταγωγή]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A turn into Greek: ἐ. ὄνομα trace it to a Greek origin, Plu. Num.13; put it in a Greek form, J.AJ1.6.1. II intr., to be good Greek, Anon.in SE63.37.
German (Pape)
[Seite 876] ganz griechisch machen, ὄνομα Plut-Num. 13; ins Griechische übersetzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελληνίζω: μεταβάλλω εἰς Ἑλληνικόν, ἐξελληνίζω ὄνομα, δίδω εἰς αὐτὸ Ἑλληνικὴν παραγωγήν, Πλουτ. Νουμ. 13· δίδω εἰς λέξιν τινὰ Ἑλληνικὸν τύπον, Κίτιος ὑπὸ τῶν ἐξελληνισάντων αὐτὴν καλεῖται Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 6, 1.
French (Bailly abrégé)
faire remonter à une origine grecque.
Étymologie: ἐξ, ἑλληνίζω.
Greek Monolingual
(AM ἐξελληνίζω)
1. μεταβάλλω κάποιον σε Έλληνα ή κάτι σε ελληνικό
2. δίνω σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)
μσν.
μεταφράζω στα Ελληνικά.
Greek Monotonic
ἐξελληνίζω: μέλ. -σω, κάνω κάτι ελληνικό, του προσδίδω ελληνική καταγωγή, σε Πλούτ.