εξυβρίζω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(12) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ξεβρίζω (AM [[ἐξυβρίζω]])<br />[[χρησιμοποιώ]] προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυθάδης]], αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί [[Μινύαι]] εξύβρισαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά<br /><b>3.</b> (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, [[ξεσπώ]] («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους | |mltxt=και ξεβρίζω (AM [[ἐξυβρίζω]])<br />[[χρησιμοποιώ]] προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυθάδης]], αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί [[Μινύαι]] εξύβρισαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά<br /><b>3.</b> (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, [[ξεσπώ]] («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ...»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω)
χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου
μσν.- νεοελλ.
ατιμάζω, ντροπιάζω
αρχ.
1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.)
2. (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά
3. (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, ξεσπώ («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ...»).