επαινώ: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(12)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπαινῶ, -έω) [[αινώ]]<br /><b>1.</b> [[επιδοκιμάζω]], [[εγκρίνω]], [[συμφωνώ]] («ὧς ἔφατ' Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ' ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (<i>ε</i>)<i>παινεμένος</i><br /><b>1.</b> [[ξακουστός]], φημισμένος («να δείξου τὰ καμώματα ὅλοι τὰ παινεμένα», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επαινετικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μακαρίζω]] («παινέσετε, ἔθνη, τὸν λαόν του», Πεντ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[καμαρώνω]], [[καυχιέμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για το [[θείο]]) [[δοξάζω]], [[υμνώ]] («ἐπαινέσατε αὐτὸν (τὸν Κύριον) πάντες οἱ λαοί», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[παραδέχομαι]], [[συμμερίζομαι]] τη [[γνώμη]] κάποιου («Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπήνεσαν κακὰ μητιόωντι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[παραιτούμαι]] από [[κάτι]] ευχαριστώντας ευγενικά<br /><b>3.</b> [[τρέφω]] φιλικά αισθήματα για κάποιον<br /><b>4.</b> [[εγκωμιάζω]] [[δημόσια]]<br /><b>5.</b> [[υπόσχομαι]], [[δίνω]] ελπίδες<br /><b>6.</b> [[συμβουλεύω]].
|mltxt=(AM [[ἐπαινῶ]], [[ἐπαινέω]]) [[αινώ]]<br /><b>1.</b> [[επιδοκιμάζω]], [[εγκρίνω]], [[συμφωνώ]] («ὧς ἔφατ' Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ' ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (<i>ε</i>)<i>παινεμένος</i><br /><b>1.</b> [[ξακουστός]], φημισμένος («να δείξου τὰ καμώματα ὅλοι τὰ παινεμένα», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επαινετικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μακαρίζω]] («παινέσετε, ἔθνη, τὸν λαόν του», Πεντ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[καμαρώνω]], [[καυχιέμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για το [[θείο]]) [[δοξάζω]], [[υμνώ]] («ἐπαινέσατε αὐτὸν (τὸν Κύριον) πάντες οἱ λαοί», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[παραδέχομαι]], [[συμμερίζομαι]] τη [[γνώμη]] κάποιου («Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπήνεσαν κακὰ μητιόωντι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[παραιτούμαι]] από [[κάτι]] ευχαριστώντας ευγενικά<br /><b>3.</b> [[τρέφω]] φιλικά αισθήματα για κάποιον<br /><b>4.</b> [[εγκωμιάζω]] [[δημόσια]]<br /><b>5.</b> [[υπόσχομαι]], [[δίνω]] ελπίδες<br /><b>6.</b> [[συμβουλεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 23 July 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπαινῶ, ἐπαινέω) αινώ
1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ' Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ' ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.)
2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.)
μσν.- νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος
1. ξακουστός, φημισμένος («να δείξου τὰ καμώματα ὅλοι τὰ παινεμένα», Ερωτόκρ.)
2. επαινετικός
μσν.
1. μακαρίζω («παινέσετε, ἔθνη, τὸν λαόν του», Πεντ.)
3. μέσ. καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.-μσν.
(για το θείο) δοξάζω, υμνώ («ἐπαινέσατε αὐτὸν (τὸν Κύριον) πάντες οἱ λαοί», ΠΔ)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) παραδέχομαι, συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου («Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπήνεσαν κακὰ μητιόωντι», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδ.) παραιτούμαι από κάτι ευχαριστώντας ευγενικά
3. τρέφω φιλικά αισθήματα για κάποιον
4. εγκωμιάζω δημόσια
5. υπόσχομαι, δίνω ελπίδες
6. συμβουλεύω.