ἐπιθεάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιθεάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> επικαλούμαι τους θεούς [[εναντίον]] κάποιου («ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθειάζων καὶ καταρώμενος»)<br /><b>2.</b> [[επιθειάζω]], επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θε</i>-<i>άζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θεός]])].
|mltxt=[[ἐπιθεάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> επικαλούμαι τους θεούς [[εναντίον]] κάποιου («ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθειάζων καὶ καταρώμενος»)<br /><b>2.</b> [[επιθειάζω]], επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θε</i>-<i>άζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θεός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθεάζω:''' = το επόμ., <i>ἐπιθεάζων</i>, με κατάρες, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:18, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθεάζω Medium diacritics: ἐπιθεάζω Low diacritics: επιθεάζω Capitals: ΕΠΙΘΕΑΖΩ
Transliteration A: epitheázō Transliteration B: epitheazō Transliteration C: epitheazo Beta Code: e)piqea/zw

English (LSJ)

   A = ἐπιθειάζω, invoke the gods against, τῷ πατρί Pherecr. 118: abs., ἀγανακτῶν καὶ ἐ. with imprecations, Pl.Phdr.241b.    II. v. ἐπιθοάζω.

German (Pape)

[Seite 942] = ἐπιθειάζω, die Götter gegen Jemand anflehen, Jemanden verwünschen; καὶ ἀγανακτῶ Plat. Phaedr. 241 b; ἀρᾶται κἀπιθεάζει τῷ πατρί Phereer. bei Eustath. Od. 1438 u. B. A. 442; bei Suid. steht auch hier ἐπιθειάζει.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπιθειάζω.

Greek Monolingual

ἐπιθεάζω (Α)
1. επικαλούμαι τους θεούς εναντίον κάποιου («ἀγανακτῶν καὶ ἐπιθειάζων καὶ καταρώμενος»)
2. επιθειάζω, επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θε-άζω (< θεός)].

Greek Monotonic

ἐπιθεάζω: = το επόμ., ἐπιθεάζων, με κατάρες, σε Πλάτ.