επιπωλούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(13)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιπωλοῡμαι, -έομαι (Α) [[πωλούμαι]]<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], [[διέρχομαι]] παρατηρώντας, [[επιθεωρώ]] («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῑται στίχας ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[παρατηρώ]], [[κατοπτεύω]] κάποιον.
|mltxt=ἐπιπωλοῦμαι, -έομαι (Α) [[πωλούμαι]]<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], [[διέρχομαι]] παρατηρώντας, [[επιθεωρώ]] («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῑται στίχας ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επισκέπτομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[παρατηρώ]], [[κατοπτεύω]] κάποιον.
}}
}}

Revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιπωλοῦμαι, -έομαι (Α) πωλούμαι
1. περιέρχομαι, διέρχομαι παρατηρώντας, επιθεωρώ («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῑται στίχας ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι κάποιον
3. παρατηρώ, κατοπτεύω κάποιον.