ἐπίρρικνος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίρρικνος]], -ον (Α) [[ρικνός]]<br />[[αδύνατος]], [[ισχνός]], ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ [[ὄπισθεν]] τῶν [[ἔμπροσθεν]], καὶ ἐπίρρικνα», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἐπίρρικνος]], -ον (Α) [[ρικνός]]<br />[[αδύνατος]], [[ισχνός]], ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ [[ὄπισθεν]] τῶν [[ἔμπροσθεν]], καὶ ἐπίρρικνα», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίρρικνος:''' -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρικνος Medium diacritics: ἐπίρρικνος Low diacritics: επίρρικνος Capitals: ΕΠΙΡΡΙΚΝΟΣ
Transliteration A: epírriknos Transliteration B: epirriknos Transliteration C: epirriknos Beta Code: e)pi/rriknos

English (LSJ)

ον, `

   A fine', wiry, σκέλη X.Cyn.4.1 (περικνά codd.), Poll. 5.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρικνος: -ον, ῥυτιδώδης, Ξεν. Κυν. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu ramassé sur soi-même, un peu grêle.
Étymologie: ἐπί, ῥικνός.

Greek Monolingual

ἐπίρρικνος, -ον (Α) ρικνός
αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπίρρικνος: -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.