ἐπιστρόγγυλος: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιστρόγγυλος]], -ον (Α) [[στρογγυλός]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] [[κάπως]] στρογγυλό.
|mltxt=[[ἐπιστρόγγυλος]], -ον (Α) [[στρογγυλός]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] [[κάπως]] στρογγυλό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστρόγγῠλος:''' закругленный, округлый (Arst. - v. l. к [[στρογγύλος]]).
}}
}}