ἑπταπλάσιος: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[εφταπλάσιος]], -α, -ο (AM [[ἑπταπλάσιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> [[επτά]] φορές μεγαλύτερος<br /><b>2.</b> [[επτά]] φορές ισχυρότερος, [[περισσότερος]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[κατά]] πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επταπλασίως</i> και <i>επταπλάσια</i><br />(AM ἑπταπλασίως)<br />[[επτά]] φορές περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διπλάσιος]]. | |mltxt=και [[εφταπλάσιος]], -α, -ο (AM [[ἑπταπλάσιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> [[επτά]] φορές μεγαλύτερος<br /><b>2.</b> [[επτά]] φορές ισχυρότερος, [[περισσότερος]] κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[κατά]] πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, [[χειρότερος]] κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επταπλασίως</i> και <i>επταπλάσια</i><br />(AM ἑπταπλασίως)<br />[[επτά]] φορές περισσότερο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διπλάσιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑπτᾰπλάσιος:''' (ᾰ) семикратный Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[πλᾰ], α, ον,
A sevenfold, -πλασίῳ φαυλότερος Pl.Ep.332a, cf. Iamb.in Nic.p.102 P. Adv. -ιως LXX Ps.11(12).6,al.
German (Pape)
[Seite 1013] Plat. Ep. 7, 332 a, u. ἑπταπλασίων, siebenfach, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπλάσιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἑπτάκις τόσος, Πλάτ. Ἐπιστ. 332Α. - Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Παροιμ. Ϛ΄, 31).
Greek Monolingual
και εφταπλάσιος, -α, -ο (AM ἑπταπλάσιος, -ία, -ον)
1. επτά φορές μεγαλύτερος
2. επτά φορές ισχυρότερος, περισσότερος κ.λπ.
3. κατά πολύ, ασύγκριτα μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («ἑπταπλασίῳ φαυλότερος», Πλάτ.).
επίρρ...
επταπλασίως και επταπλάσια
(AM ἑπταπλασίως)
επτά φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διπλάσιος.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτᾰπλάσιος: (ᾰ) семикратный Plat.