ἔρεψις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔρεψις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ερέφω]], η [[επιστέγαση]]<br /><b>2.</b> [[στέγη]], [[σκεπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερέφω]] «[[καλύπτω]]»].
|mltxt=[[ἔρεψις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ερέφω]], η [[επιστέγαση]]<br /><b>2.</b> [[στέγη]], [[σκεπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερέφω]] «[[καλύπτω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔρεψις:''' -εως, ἡ ([[ἐρέφω]]), [[επιστέγασμα]], [[σκεπή]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρεψις Medium diacritics: ἔρεψις Low diacritics: έρεψις Capitals: ΕΡΕΨΙΣ
Transliteration A: érepsis Transliteration B: erepsis Transliteration C: erepsis Beta Code: e)/reyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A roofing, Thphr.HP5.6.1, Supp.Epigr.3.147 (iii B. C.) ; style of roof, Plu.Per.13, Ant.45, etc.

German (Pape)

[Seite 1026] ἡ, das Bedecken, Bedachen, das Dach, Theophr.; Plut. Pericl. 13 Anton. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεψις: -εως, ἡ, ἐπιστέγασις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 1 στέγη, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀνώνυμ. 45, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
toit.
Étymologie: ἐρέφω.

Greek Monolingual

ἔρεψις, ἡ (Α)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ερέφω, η επιστέγαση
2. στέγη, σκεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέφω «καλύπτω»].

Greek Monotonic

ἔρεψις: -εως, ἡ (ἐρέφω), επιστέγασμα, σκεπή, σε Πλούτ.