Ἐτεόκρητες: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Ἐτεόκρητες]], οἱ (Α)<br />οι αληθινοί, οι γνήσιοι Κρήτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετεός]] «[[αληθινός]], [[γνήσιος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>Κρήτες</i>]. | |mltxt=[[Ἐτεόκρητες]], οἱ (Α)<br />οι αληθινοί, οι γνήσιοι Κρήτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ετεός]] «[[αληθινός]], [[γνήσιος]]» <span style="color: red;">+</span> <i>Κρήτες</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἐτεόκρητες:''' οἱ, γνήσιοι, αληθινοί Κρήτες, ιθαγενείς Κρήτες, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
οἱ,
A true Cretans, Od.19.176, POxy.1241 v 27.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐτεόκρητες: οἱ, ἀληθεῖς, γνήσιοι Κρῆτες, «οἱ Ἰθαγενεῖς Κρῆτες» (Εὐστ. Ὀδ. 1644. 47), Ὀδ. Τ. 176.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les Étéocrétois (vrais Crétois).
Étymologie: ἐτεός, Κρής.
English (Autenrieth)
(ἐτεός, Κρής): true (primitive) Cretans, Od. 19.176†.
Greek Monolingual
Ἐτεόκρητες, οἱ (Α)
οι αληθινοί, οι γνήσιοι Κρήτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + Κρήτες].
Greek Monotonic
Ἐτεόκρητες: οἱ, γνήσιοι, αληθινοί Κρήτες, ιθαγενείς Κρήτες, σε Ομήρ. Οδ.