εὐθυντής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθυντής]], ὁ (Α)<br />[[ευθύνω]]<br />[[εύθυνος]].
|mltxt=[[εὐθυντής]], ὁ (Α)<br />[[ευθύνω]]<br />[[εύθυνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθυντής:''' -οῦ, ὁ ([[εὐθύνω]]), [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῡντής Medium diacritics: εὐθυντής Low diacritics: ευθυντής Capitals: ΕΥΘΥΝΤΗΣ
Transliteration A: euthyntḗs Transliteration B: euthyntēs Transliteration C: efthyntis Beta Code: eu)qunth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = εὔθυνος, Pl.Lg.945b, 945c; δῆμος εὐθυντὴς χθονός cj. Markl. for αὐθέντης, E.Supp.442.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, = εὔθυνος, Plat. Legg. XII, 945 b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυντής: -οῦ, ὁ = εὔθυνος, Πλάτ. Νομ. 945Β, C· δῆμος εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ αὐθέντης).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vérificateur des comptes.
Étymologie: εὐθύνω.

Greek Monolingual

εὐθυντής, ὁ (Α)
ευθύνω
εύθυνος.

Greek Monotonic

εὐθυντής: -οῦ, ὁ (εὐθύνω), κυβερνήτης, άρχοντας, σε Ευρ.