εὐμετάπειστος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐμετάπειστος]], -ον)<br />αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα [[γνώμη]] και αποφάσεις με την [[πειθώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-<i>πειστός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μετα</i>-[[πείθω]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐμετάπειστος]], -ον)<br />αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα [[γνώμη]] και αποφάσεις με την [[πειθώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-<i>πειστός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μετα</i>-[[πείθω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμετάπειστος:''' -ον ([[μεταπείθω]]), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμετάπειστος Medium diacritics: εὐμετάπειστος Low diacritics: ευμετάπειστος Capitals: ΕΥΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eumetápeistos Transliteration B: eumetapeistos Transliteration C: evmetapeistos Beta Code: eu)meta/peistos

English (LSJ)

   A easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.

German (Pape)

[Seite 1080] leicht durch Ueberredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz δύσπειστος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à faire changer d’avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].

Greek Monotonic

εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.