εὔορμος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔορμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν [[εὔορμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια [[νηῶν]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρμος</i>].
|mltxt=[[εὔορμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν [[εὔορμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια [[νηῶν]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρμος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔορμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[καλά]] αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔορμος Medium diacritics: εὔορμος Low diacritics: εύορμος Capitals: ΕΥΟΡΜΟΣ
Transliteration A: eúormos Transliteration B: euormos Transliteration C: eyormos Beta Code: eu)/ormos

English (LSJ)

ον,

   A with good mooring-places, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Od.4.358, 9.136, Hes.Sc.207, cf. Il.21.23; γῆ S.Ph.221; εὐορμότατοι λιμένες Ph.2.567.    2 well-moored, εὐόρμων . . πρυμνήσια νηῶν AP10.4 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1085] mit guten Ankerplätzen, λιμήν, Il. 21, 23; Hes. Sc. 207; Eur. Tr. 125 u. sonst; γῆ, Soph. Phil. 221; αἰγιαλοί, Ep. ad. 129 (VI, 24); – νῆες, gut landend, vor Anker gehend, M. Argent. (X, 4).

Greek (Liddell-Scott)

εὔορμος: -ον, ἔχων καλοὺς ὅρμους πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Ὀδ. Δ. 358, πρβλ. Ι. 136, Ἰλ. Φ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207, Σοφ. Φιλ. 221, κτλ. 2) καλῶς ἠγκυροβολημένος, «ἀραγμένος», εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν Ἀνθ. Π. 10. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui offre un bon port.
Étymologie: εὖ, ὅρμος.

English (Autenrieth)

affording good moorage or anchorage, Il. 21.23. (Od.)

Greek Monolingual

εὔορμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος», Ομ. Οδ.)
2. ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρμος].

Greek Monotonic

εὔορμος: -ον, 1. αυτός που έχει καλά αγκυροβόλια, σε Όμηρ., Σοφ.
2. καλά αγκυροβολημένος, αραγμένος, λέγεται για πλοία, σε Ανθ.