εὐνουχίας: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(15) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐνουχίας]], ὁ (Α) [[ευνούχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο [[ανίκανος]] για [[συνουσία]] («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες<br />[[ὥστε]] τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' [[εὐνουχίας]] διατελεῑν ὄντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είδος]] πεπονιού [[χωρίς]] σπόρους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια [[χωρίς]] θύσανο<br /><b>4.</b> [[είδος]] φοινικοφόρων δένδρων. | |mltxt=[[εὐνουχίας]], ὁ (Α) [[ευνούχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο [[ανίκανος]] για [[συνουσία]] («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες<br />[[ὥστε]] τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' [[εὐνουχίας]] διατελεῑν ὄντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είδος]] πεπονιού [[χωρίς]] σπόρους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια [[χωρίς]] θύσανο<br /><b>4.</b> [[είδος]] φοινικοφόρων δένδρων. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐνουχίας:''' ου adj. m похожий на евнуха, бесплодный Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A like a eunuch, impotent, Hp.Aër.22, Arist.GA746b24. II metaph., of a melon without seeds, opp. σπερματίας, Pl.Com.64.4; εὐ. κάλαμοι reeds without inflorescence, Thphr.HP4.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνουχίας: -ου, ὁ, (εὐνοῦχος) ὅμοιος πρὸς εὐνοῦχον, ἀνίκανος πρὸς συνουσίαν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 15. ΙΙ. μεταφ., εἶδος σικυοῦ ἄνευ σπόρων, ἀντίθετον τῷ σπερματίας, οὐχ ὁρᾷς ὅτι ὁ... Λέαγρος... περιέρχεται σικυοῦ πέπονος εὐνουχίου κνήμας ἔχων; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λαΐῳ» 1˙ ὡς ὄνομα δένδρων τινῶν φοινικοφόρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 250˙ εὐν. κάλαμοι, οἱ τοῦ Πλινίου spadones, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 4.
Greek Monolingual
εὐνουχίας, ὁ (Α) ευνούχος
1. αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο ανίκανος για συνουσία («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες
ὥστε τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' εὐνουχίας διατελεῑν ὄντας», Αριστοτ.)
2. μτφ. είδος πεπονιού χωρίς σπόρους
3. φρ. «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια χωρίς θύσανο
4. είδος φοινικοφόρων δένδρων.
Russian (Dvoretsky)
εὐνουχίας: ου adj. m похожий на евнуха, бесплодный Arst.