εὐστόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐστόμαχος]], -ον)<br />ο [[ωφέλιμος]] για το [[στομάχι]], ο [[εύπεπτος]] («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)<br /><b>μσν.</b><br />[[υγιής]] ως [[προς]] το [[στομάχι]], με καλή [[λειτουργία]] του στομάχου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήρεμος]], [[γαλήνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στόμαχος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐστόμαχος]], -ον)<br />ο [[ωφέλιμος]] για το [[στομάχι]], ο [[εύπεπτος]] («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)<br /><b>μσν.</b><br />[[υγιής]] ως [[προς]] το [[στομάχι]], με καλή [[λειτουργία]] του στομάχου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήρεμος]], [[γαλήνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στόμαχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐστόμᾰχος:''' -ον, αυτός που είναι [[καλός]] για το [[στομάχι]], [[υγιεινός]]· επίρρ. <i>-χως</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστόμᾰχος Medium diacritics: εὐστόμαχος Low diacritics: ευστόμαχος Capitals: ΕΥΣΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: eustómachos Transliteration B: eustomachos Transliteration C: efstomachos Beta Code: eu)sto/maxos

English (LSJ)

ον,

   A equable, tranquil. Adv. εὐστομάχως, ferre Cic.Att.9.5.2; ἀπορέγχειν AP11.4 (Parmen.).    II good for the stomach, wholesome, Diocl.Fr.125, Dsc.1.117, Sor.1.94, Hices. ap. Ath.15.689c, Gal.6.593: Sup., lemma ad Ath.7.310a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστόμᾰχος: -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, ὑγιεινός, Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε εὐκάρδιος: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bon pour l’estomac, fortifiant.
Étymologie: εὖ, στόμαχος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐστόμαχος, -ον)
ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)
μσν.
υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία του στομάχου
αρχ.
ήρεμος, γαλήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος.

Greek Monotonic

εὐστόμᾰχος: -ον, αυτός που είναι καλός για το στομάχι, υγιεινός· επίρρ. -χως, σε Ανθ.