εὐχειρία: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐχειρία]] και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) [[εύχειρ]]<br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]], [[εμπειρία]]<br /><b>2.</b> [[δεξιοτεχνία]].
|mltxt=[[εὐχειρία]] και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) [[εύχειρ]]<br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]], [[εμπειρία]]<br /><b>2.</b> [[δεξιοτεχνία]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχειρία:''' ἡ Polyb. = [[εὐχέρεια]] 1.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχειρία Medium diacritics: εὐχειρία Low diacritics: ευχειρία Capitals: ΕΥΧΕΙΡΙΑ
Transliteration A: eucheiría Transliteration B: eucheiria Transliteration C: efcheiria Beta Code: eu)xeiri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A manual dexterity, skill, ἀνόητος εὐ. Hp.Art. 35, cf. Ruf. ap. Orib.inc.20.1; in flute-playing, Poll.4.72; in battle, Plb.11.13.3, 16.19.1, Fr.158 (pl.), Hdn.1.17.12, etc. (Sts. confused in codd with εὐχέρεια.)

German (Pape)

[Seite 1108] ἡ, Geschicklichkeit der Hand; Pol. 11, 13, 3, im plur., wie D. Sic. 19, 16; a. Sp., wie Hdn.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχειρία: ἡ, ταχύτης χειρός, ἱκανότης, ἐμπειρία, δεξιότης (πρβλ. εὐχέρεια Ι), ἀνόητος εὐχ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. Πολύβ. 11. 13, 3, κτλ.

Greek Monolingual

εὐχειρία και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) εύχειρ
1. ικανότητα, δεξιότητα, εμπειρία
2. δεξιοτεχνία.

Russian (Dvoretsky)

εὐχειρία: ἡ Polyb. = εὐχέρεια 1.